πελάγιος

πελάγιος
ος и ία , ο ν см. πελαγήσιος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πελάγιος" в других словарях:

  • πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • πελάγιος — πέλαγος the sea neut gen sg (doric) πελάγιος of the sea masc nom sg πελάγιος of the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγιώτερον — πελάγιος of the sea adverbial comp πελάγιος of the sea masc acc comp sg πελάγιος of the sea neut nom/voc/acc comp sg πελάγιος of the sea masc acc comp sg πελάγιος of the sea neut nom/voc/acc comp sg πελάγιος of the sea adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάγιον — πελάγιος of the sea masc acc sg πελάγιος of the sea neut nom/voc/acc sg πελάγιος of the sea masc/fem acc sg πελάγιος of the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγιωτάτη — πελάγιος of the sea fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) πελάγιος of the sea fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγιώτεροι — πελάγιος of the sea masc nom/voc comp pl πελάγιος of the sea masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγίοις — πελάγιος of the sea masc/neut dat pl πελάγιος of the sea masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγίοισιν — πελάγιος of the sea masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πελάγιος of the sea masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγίου — πελάγιος of the sea masc/neut gen sg πελάγιος of the sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγίους — πελάγιος of the sea masc acc pl πελάγιος of the sea masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγίῳ — πελάγιος of the sea masc/neut dat sg πελάγιος of the sea masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»